- σιταρόψειρα
- και σταρόψειρα, η, Νζωολ. κοινή ονομασία τού εντόμου καλάντρα, αλλ. σιτοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + ψείρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιταρόψειρα — η ζωύφιο που κατατρώει το σιτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτόφιλος — ο, Ν ζωολ. η καλάντρα, αλλ. σιταρόψειρα ή σταρόψειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitophilus (< σίτος + φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά] … Dictionary of Greek
αφίδα — Έντομο κοινώς γνωστό ως ψείρα των φυτών ή σιταρόψειρα. Παρά πολλά είδη, που παίρνουν το όνομά τους από φυτά επάνω στα οποία αναπτύσσονται, ανήκουν στην οικογένεια των αφιδιδών η οποία υποδιαιρείται σε δύο υποοικογένειες: των αφιδινών και των… … Dictionary of Greek
Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… … Dictionary of Greek